- πασίδηλος
- -η, -οολοφάνερος, πασιφανής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πασίδηλος — η, ο / πασίδηλος, ον, ΝΜΑ φανερός σε όλους, πασιφανής, ολοφάνερος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πασίδηλο διεθν. δίκ. γεγονός του οποίου η απόδειξη δεν απαιτείται ως εκ τής αναμφισβήτητης διαδόσεως του διεθνώς, στα όρια δεδομένου κράτους ή σε… … Dictionary of Greek
πασίδηλον — πασίδηλος all manifest masc/fem acc sg πασίδηλος all manifest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασιδήλων — πασίδηλος all manifest masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
ανάδηλος — ἀνάδηλος, ον (Α) πασίδηλος, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δηλος < δῆλος «φανερός». ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀναδηλῶ] … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
διάδηλος — η, ο (AM διάδηλος, ον) [δήλος] ολοφάνερος, πασίδηλος … Dictionary of Greek
πάνδηλος — η, ο γνωστός σε όλους, ολοφάνερος, καταφανής, πασίδηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δηλος (< αρχ. δῆλος «φανερός»), πρβλ. κατά δηλος] … Dictionary of Greek
πασιφανής — ές, ΝΑ φανερός σε όλους, ολοφάνερος, πασίδηλος. επίρρ... πασιφανώς Ν με ολοφάνερο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + φανής (< φαίνω / φαίνομαι)] … Dictionary of Greek
ολοφάνερος — η, ο ο ολότελα φανερός, πασίδηλος, οφθαλμοφανής: Ολοφάνερη απάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)